προσυπογράφω — προσυπογράφω, προσυπέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσυπογράφω — προσυπόγραψα, προσυπογράφ(τ)ηκα, προσυπογραμμένος, υπογράφω μαζί με άλλον ή άλλους, βάζω κι εγώ την υπογραφή μου: Τα προεδρικά διατάγματα τα προσυπογράφουν και οι αρμόδιοι υπουργοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσυπογραφή — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσυπογράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
καθυπογράφω — (AM) (επιτατ. τού υπογράφω) μσν. 1. περιγράφω 2. καταλογίζω, καταχωρίζω αρχ. 1. προσυπογράφω 2. επικυρώνω, εγκρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο γράφω] … Dictionary of Greek
καθυποτάσσω — (AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω) (επιτατ. τού υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύω μσν. αρχ. συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώ αρχ. πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τάσσω] … Dictionary of Greek
παρασημειούμαι — όομαι, ΜΑ σημειώνω στο περιθώριο αρχ. 1. προσυπογράφω 2. παρατηρώ στο περιθώριο 3. υποδεικνύω, ορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σημειοῦμαι] … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσεπαιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορώ περισσότερο κάποιον μαζί με άλλους, προσυπογράφω μαζί με άλλους κατηγορίες εναντίον κάποιου («προεπαιτιάσασθαι τὸν Φάβιον ὡς...», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαιτιῶμαι «κατηγορώ, επιρρίπτω ευθύνες»] … Dictionary of Greek
προσυπογραφή — η η πράξη του προσυπογράφω, πρόσθετη υπογραφή: Το συμβόλαιο χρειάζεται και την προσυπογραφή δύο μαρτύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)